πρόγευμα

πρόγευμα
το, ΝΜ [προγεύομαι]
το πρωινό φαγητό, κολατσιό
νεοελλ.
(παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο
μσν.
ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • ακρατίζω — ἀκρατίζω (Α) 1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί 2. ( ω, ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί) 3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 4. δίνω πνευματική τροφή ομαι γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος …   Dictionary of Greek

  • αριστοποιώ — ἀριστοποιῶ ( έω) (Α) 1. ετοιμάζω πρόγευμα 2. ( ούμαι) προγευματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • αριστόδειπνον — ἀριστόδειπνον, το (Α) πρόγευμα και δείπνο μαζί (κωμική λέξη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον («πρόγευμα») + δείπνον] …   Dictionary of Greek

  • ολιγαριστία — ὀλιγαριστία, ἡ (Α) μικρό, ελαφρό πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα» (πρβλ. αν αριστία)] …   Dictionary of Greek

  • προάριστο — το, Ν ελαφρό πρόγευμα που παίρνουν τα πληρώματα τού πολεμικού ναυτικού μεταξύ τού πρωινού ροφήματος και τού μεσημβρινού γεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα». Η λ., στον λόγιο τ. προάριστον, μαρτυρείται από το 1846 στον Ι.… …   Dictionary of Greek

  • προαριστίδιος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το πρόγευμα ή το γεύμα 2. φρ. «προαριστίδιος πλοῡς» ο πλους που γινόταν πριν από το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄριστον «μεσημβρινό φαγητό, πρόγευμα* + κατάλ. ίδιος] …   Dictionary of Greek

  • προσαριστώ — άω, Α παίρνω επί πλέον το άριστον, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀριστῶ (< ἄριστον «πρόγευμα»)] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ρενουάρ, Ζαν — (Renoir, Παρίσι 1894). Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Γιος του μεγάλου ζωγράφου Oγκίστ Ρενουάρ, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως σκηνοθέτης το 1924 με την ταινία το Κορίτσι του νερού, που κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”